- ἔγειρεν
- ἐγείρωawakenaor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐγείρωawakenimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελέδημα — μελέδημα, ατος, τὸ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα 2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).… … Dictionary of Greek